- γεννωμένης
- γεννάωbegetpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek
Χάουελς, Γουίλιαμ Ντιν — (Howells, Μάρτινς Φέρι, Οχάιο 1837 –Νέα Υόρκη 1920). Αμερικανός συγγραφέας. Σήμερα θεωρείται ο τυπικότερος εκπρόσωπος του αμερικανικού ρεαλισμού του τέλους του 19ου αι. Από τον τυπογράφο πατέρα του πήρε την αγάπη του για τα γράμματα και επιδόθηκε … Dictionary of Greek